- σπανιότης
- σπανιότηςlackfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπανιότησιν — σπανιότης lack fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανιότητα — σπανιότης lack fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανιότητι — σπανιότης lack fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανιότητα — η / σπανιότης, ητος, ΝΑ [σπάνιος] 1. το να είναι κάτι σπάνιο 2. έλλειψη, ανεπάρκεια … Dictionary of Greek